Το Κίνημα των Καταλήψεων στην Ευρώπη
Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί μια συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων ρευμάτων καταλήψεων που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη από τη δεκαετία του ’70. Αν και δεν ταυτιζόμαστε με κάθε πτυχή αυτής της ιστορίας, σε αυτή την ιστορική αναδρομή επιλέγουμε να φωτίσουμε τα αξιολογότερα στοιχεία του κόσμου των καταλήψεων. Καθώς ο νέος κόσμος δημιουργείται μέσα στο κέλυφος του παλιού, γνωρίζουμε πως και οι καταλήψεις αυτές δεν είναι απαλλαγμένες από τις αντιφάσεις κάθε εγχειρήματος μέσα στον καπιταλισμό. Αναγνωρίζουμε ωστόσο, πως η κατάληψη ως πρακτική, μέσο και σκοπός έχει πλέον καθιερωθεί ιστορικά ως κομμάτι του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Οι καταλήψεις-κοινωνικά κέντρα εμφανίζονται στην Ευρώπη μετά το Μάη του ΄68. Είναι η δεκαετία του ‘70 όπου εμφανίζεται ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα, το οποίο ξεφεύγει από την παραδοσιακή ατζέντα της εργατικής τάξης και των πολιτικών οργανώσεων που μέχρι τότε την εκπροσωπούσαν, και θέτει ζητήματα που αμφισβητούν συνολικά όλες τις εκφράσεις της ζωής και των σχέσεων εξουσίας που την διέπουν μέσα στον καπιταλισμό. Αυτός ο νέος ριζοσπαστισμός, έχοντας σαφέστατα επηρεαστεί από τις ελευθεριακές ιδέες του διεθνούς αναρχικού κινήματος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τα ασφυκτικά πλαίσια της συστημικής αριστεράς και των λογικών της. Στο επίκεντρο της προβληματικής είναι η κριτική της καθημερινής ζωής, ο εμπορευματικός πολιτισμός στο σύνολό του, η αλλοτρίωση και η εργασία ως μηχανισμός ελέγχου των σωμάτων. Τα νέα υποκείμενα των αγώνων δεν ενδιαφέρονται για καλύτερες συνθήκες εργασίας, ούτε για την εξάλειψη της ανεργίας, τους απασχολεί περισσότερο πώς θα μπλοκαριστεί η ίδια η παραγωγή ανούσιων μορφών ζωής, πώς θα βιωθεί η επανάσταση στο τώρα μέσα από τη δημιουργική καταστροφή του υπάρχοντος. Είναι η εποχή που αμφισβητείται η κυρίαρχη φιγούρα του εργοστασιακού εργάτη που θα πάρει την παραγωγή στα στιβαρά του χέρια.
Έτσι, μαζί με την αμφισβήτηση της κρατικής αριστεράς γεννιέται και ένα σύμπαν κριτικής που διαπερνάει όλες τις σχέσεις εξουσίας: την έμφυλη, την εθνική, την οικονομική, την ηλικιακή, την ιατρική, την ακαδημαϊκή κτλ. Μαζί με αυτήν την κριτική γεννιούνται αναρίθμητοι αγώνες σε όλα τα πεδία της καθημερινής ζωής, αγώνες ενάντια στους βιασμούς και για την αποποινικοποίηση των εκτρώσεων, αγώνες για την ελεύθερη στέγαση και ενάντια στην αύξηση των ενοικίων, ενάντια στον αυταρχισμό σε σχολεία και πανεπιστήμια, ενάντια στις φυλακές, αγώνες για την ενδυνάμωση έμφυλα ή φυλετικά κα-ταπιεσμένων κοινοτήτων όπως οι αγώνες των ομοφυλόφιλων και των μαύρων στην Αμερική, αγώνες ενάντια στην καταστροφή της φύσης, ενάντια στην στρατιωτικοποίηση και τον πόλεμο. Πολλές φορές οι κινήσεις αυτές συναντιούνται με αγώνες στους χώρους εργασίας. Σημαντικό παράδειγμα η Ιταλία της δεκαετίας του ’70 όπου οι νέες υποκειμενικότητες ξεπηδούν παράλληλα με σκληρούς αγώνες στα εργοστάσια και μέσα σε ένα ρεύμα γενικευμένης απειθαρχίας.
Συνεκτικό στοιχείο σε όλους αυτούς τους αγώνες είναι η μορφή οργάνωσης και τα μέσα αγώνα που οικειοποιούνται οι αγωνιζόμενοι. Η κριτική στην κρατική αριστερά επεκτείνεται και ως κριτική και στην ίδια την μορφή του κόμματος, στην κεντρική του επιτροπή και την κομματική του πειθαρχία. Νέες μορφές οργάνωσης όπως οι αντιεραρχικές συνελεύσεις, γίνονται όλο και πιο προσφιλείς στους αγωνιζόμενους/ες. Η άμεση δράση, η αμεσότητα και η αποτελεσματικότητα στο εδώ και στο τώρα είναι το κεντρικό διακύβευμα των κοινωνικών κινημάτων. Δεν περιμένουν την επανάσταση αλλά με τους αγώνες τους σχηματίζουν τον κόσμο που θέλουν. Μια βαθιά ελευθεριακή πεποίθηση γίνεται μοχλός μετασχηματισμού των σχέσεων των αγωνιζόμενων και όχι μόνο. Η απειθαρχία γίνεται κοινωνικό ρεύμα ιδιαίτερα στη νεολαία που αναζητάει νέες μορφές έκφρασης, δημιουργεί νέες μορφές ζωής. Οι Πανκς στην Αγγλία, οι Αναρχοαυτόνομοι στη Γερμανία, οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι στην Ιταλία αποτελούν κοινωνικά ρεύματα που επηρέασαν και επηρεάστηκαν από την τροπή που πήραν οι ριζοσπαστικοί πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, γεννιούνται και οι πρώτες καταλήψεις-κοινωνικά κέντρα. Φεμινιστικές ομάδες, «φρικιά», πολιτικές ομάδες, εγχειρήματα αντιπληροφόρησης και ομάδες γειτονιάς επιλέγουν, αντί να νοικιάζουν χώρους ή να ζητάνε δωμάτια σε πολιτικά γραφεία, να παίρνουν αυτό που θέλουν άμεσα και χωρίς μεσολαβήσεις. Τα πρώτα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν δομές υποστηρικτικές σε αγώνες και στα πολιτικά σχήματα που εμπλέκονται σε αυτές. Η στέγαση της αντικουλτούρας υπήρξε σταδιακά ο κεντρικός ρόλος των κοινωνικών κέντρων. Πολιτική δράση σήμαινε να παίρνεις τις επιθυμίες σου για πραγματικότητα. Έτσι τα επιμέρους προτάγματα των αγώνων δεν διαχωρίζονταν από τη διαρκή προσπάθεια να βιωθούν οι κομμουνισμοί στο παρόν. Στα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα βιώνονται πλέον οι νέες μορφές ζωής. Στεγάζονται συλλογικές κουζίνες, συνελεύσεις γειτονιών, καλλιτεχνικά δρώμενα, απόπειρες αυτοδιαχείρισης της τροφής, συναυλίες κ.λπ. Ταυτόχρονα όμως, όπου αυτά συνδέονται με πολιτικές ομάδες, αποτελούν και πόλους ζύμωσης και ριζοσπαστικοποίησης, μοιράσματος πρακτικών αντίστασης στο δρόμο, καθώς και σύνδεσης των διαφόρων κοινωνικών αγώνων μεταξύ τους. Η ανάγκη να συμπορεύονται μέσα και σκοποί ανέδειξε ένα εύρος δυνατοτήτων που μπορούν να προσφέρουν αυτοί οι χώροι σε όλο και περισσότερες κοινότητες, όπως συνέβη σε αυτούς τους αγώνες για την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας.
Το ρεύμα καταλήψεων για τη στέγαση βρήκε πλήθος υποστηρικτών και μαζικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία και η Ιταλία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ταχύτατοι ρυθμοί βιομηχανικής ανάπτυξης επηρέασαν μεταξύ άλλων και τον κλάδο της πολεοδομίας και της οικιστικής ανάπτυξης των πόλεων, όπου ολόκληρες πόλεις επανασχεδιάζονται και γειτονιές ισοπεδώνονται για να χτιστούν κυριλέ γραφεία και μοντέρνες κατοικίες. Καταλήψεις εμφανίζονται και στην Αγγλία όταν χιλιάδες άστεγοι κατέλαβαν σπίτια κατασκευασμένα από μεγαλοεργολάβους, που έμεναν άδεια προς πώληση.
Τη διαδικασία αυτή της αστικής αναδιάρθρωσης ενισχύει και μια τεχνική υποβάθμισης ολόκληρων γειτονιών. Πολλά κτίρια εκκενώνονται από τους προηγούμενους κατοίκους και πλήθος κατοικιών παραμένουν άδεια περιμένοντας τους εργολάβους να τα αξιοποιήσουν. Έτσι λοιπόν, και υπό αυτές τις συνθήκες, η γενικευμένη απειθαρχία που διέπει την νεολαία μετά το ’68, η αμφισβήτηση των οικογενειακών αξιών και του συντηρητισμού καθώς και η αύξηση των ενοικίων και τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας στους νέους, γίνονται το μείγμα που θα πυροδοτήσει το ρεύμα των καταλήψεων στέγης.
Παλιά σπίτια καταλαμβάνονται και επισκευάζονται γεννώντας μια καινούρια αντίληψη για το τι είναι κοινωνικά χρήσιμο και τι όχι. Τα κατειλημμένα σπίτια ωστόσο, δεν γίνονται ένα άθροισμα αποξενωμένων διαμερισμάτων αλλά λειτουργούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ως μικρές κοινότητες που ένα μέρος απ’ τις δουλειές γίνεται συλλογικά. Σε πολλές περιπτώσεις ομάδες καταληψιών στέγης καταλαμβάνουν κτίρια και τα μετατρέπουν σε κοινωνικά κέντρα μιας γειτονιάς. Έτσι από κίνημα αστέγων, το κίνημα καταλήψεων μετατρέπεται σε κίνημα όχι απλά διεκδικητικό, αλλά άμεσης ικανοποίησης των αιτημάτων του. Η ανάγκη για ένα προσωπικό χώρο δένεται με την ανάγκη για συλλογική έκφραση.
Η περίπτωση της Ιταλίας είναι κάπως ιδιαίτερη. Εκεί το κίνημα καταλήψεων στέγης αγκαλιάστηκε από μεγαλύτερες μερίδες του κόσμου της εργασίας και συνέπεσε με δυναμικούς αγώνες μέσα και έξω από τα εργοστάσια. Η πρακτική της κατάληψης ήταν κομμάτι ενός κινήματος γνωστού και ως «κίνημα για την αυτομείωση» που διαπραγματευόταν το κόστος ζωής της εργατικής τάξης σε όλα τα επίπεδα. Εμφανίζεται λίγο μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’73 και διεκδικεί μέσω της άμεσης δράσης μείωση στα ενοίκια, στην τιμή του ρεύματος, ελεύθερη πρόσβαση στην περίθαλψη, μείωση στις τιμές των δημόσιων μέσων μετακίνησης κ.α. Χιλιάδες προλετάριοι αντιστάθηκαν με αυτόν τον τρόπο στην υποτίμηση της ζωής τους και συνέβαλαν έτσι στη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα με κομμουνιστικά χαρακτηριστικά.
Η επίθεση του κράτους σε αυτά τα κινήματα οδήγησε στο ξέσπασμα βίαιων ταραχών και στην έντονη πολιτικοποίηση του κόσμου των καταλήψεων. Σταδιακά, η στρατηγική της καταστολής συνοδεύτηκε από μια πολιτική αποδοχής και ενσωμάτωσης από την μεριά του κράτους. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν οι πιο πολιτικοποιημένες τάσεις του κινήματος να απομονωθούν και να κατασταλούν άγρια. Σήμερα, και ενώ ορισμένες νόμιμες καταλήψεις έχουν αποκτήσει ακόμα και τουριστικό ενδιαφέρον, σε πολλές πόλεις της Δυτικής Ευρώπης εξακολουθούν να υπάρχουν «παράνομες» καταλήψεις.
Ελλάδα και καταλήψεις
Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο η κατάληψη ως μέσο άσκησης πίεσης εξαπλώθηκε μετά τη χούντα. Ακρογωνιαίο λίθο, ειδικά για το φοιτητικό κίνημα, αποτέλεσε η κατάληψη της Νομικής και έπειτα του Πολυτεχνείου το ’73, που οδήγησε στη βίαιη καταστολή από τα τανκς του καθεστώτος και είχε ως επακόλουθο δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Τα επόμενα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών καθίστανται ένα από τα κυριότερα μέσα αγώνα των φοιτητών. Στη δεκαετία του ’80 αρχίζουν οι πρώτες καταλήψεις στα σχολεία με αποκορύφωμα το μαθητικό κίνημα του ’90-’91, το οποίο σημαδεύτηκε από την δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από μέλη της Νέας Δημοκρατίας. Γενικευμένες καταλήψεις σχολείων έλαβαν χώρα και στα τέλη του ’90 ενάντια στο νόμο Αρσένη, ενώ μαζικές καταλήψεις πανεπιστήμιων πραγματοποιήθηκαν το ’06-’07 και το 2011, ενάντια στην αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Το πανεπιστημιακό άσυλο, ως κοινωνικό κεκτημένο των αγώνων και ως συσχετισμός δύναμης, έδινε ένα προβάδισμα σε αυτή την μορφή πάλης, την οποία οικειοποιήθηκαν και άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, όπως ή “άγρια νεολαία” και οι εξεγερμένοι της δεκαετίας του ’80 ενάντια στην αστυνομική βία και την δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου από αντιεξουσιαστές, το Νοέμβρη του 1995, δέχτηκε άγρια καταστολή, αφού η άρση του ασύλου οδήγησε στην σύλληψη 501 αγωνιστών.
Οι καταλήψεις στέγης στην Ελλάδα δεν γνώρισαν την άνθιση που γνώρισαν σε άλλες δυτικές χώρες για πολύ συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι άπτονται των συνθηκών ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων και της μεγέθυνσης της μικροϊδιοκτησίας. Καταλήψεις στέγης γίνονται από μικρές ομάδες, κυρίως πολιτικοποιημένων ανθρώπων, επιλέγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στάση ζωής, και είναι εμφανώς συνδεδεμένες με την νεανική υποκουλτούρα. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και με την μαζική είσοδο μεταναστών εργατών στη χώρα, η κατάληψη για την ικανοποίηση της στέγασης επανεμφανίζεται. Αυτή τη φορά, όμως, χωρίς κινηματικό χαρακτήρα. Πολλοί φτωχοί προλετάριοι μπουκάρουν σε άδεια σπίτια, ενώ η εκδίωξή τους γίνεται σιωπηλά.
Τα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα στην Ελλάδα έχουν μια διαχωρισμένη πορεία από την υπόλοιπη Ευρώπη, αφού είναι στενά συνδεδεμένα με τον αναρχικό, αντιεξουσιαστικό και αυτόνομο χώρο. Ουσιαστικά, είναι κομμάτι της ιστορίας του χώρου αυτού και αναπτύσσονται παράλληλα με τις επιλογές και την κοινωνική διεισδυτικότητά του. Ο αναρχικός χώρος κάνει την εμφάνισή του τη δεκαετία του ’70 και, ουσιαστικά, αποτελεί πόλο συσπείρωσης αντιλενινιστικών ομάδων, που επηρεάζονται από τα αυτόνομα κινήματα σε Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία, όπως επίσης, και από τους καταστασιακούς. Οι καταλήψεις στην Ελλάδα αποτελούν μια προσπάθεια ανοίγματος των προταγμάτων της αυτοοργάνωσης της καθημερινής ζωής και παράλληλα τόπους διάχυσης των ιδεών και των πρακτικών του αντιεξουσιαστικού χώρου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 δημιουργείται η πρώτη ορατή σύνδεση της νεανικής υποκουλτούρας με έναν πολιτικό χώρο. Οι καταλήψεις γίνονται το έδαφος, όπου χτίζεται μια άλλη αντίληψη για την ζωή, η οποία αντιτίθεται στο καταναλωτικό μοντέλο ζωής των nineties και προάγει σχέσεις ενάντια στο εμπόρευμα, σχέσεις μοιράσματος και αλληλεγγύης σε επίπεδο καθημερινότητας.
Οι πιο παλιές καταλήψεις στην Αθήνα είναι η “Λέλας Καραγιάννη” στην Κυψέλη (1988) και η πρόσφατα εκκενωμένη από το κράτος “Villa Amalias”. Τη δεκαετία του ’90 θα πραγματοποιηθούν και άλλες καταλήψεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Κάποιες από αυτές συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα. Κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, οι καταλήψεις πολλαπλασιάζονται και εξαπλώνονται στην ελληνική περιφέρεια, αλλά, κυρίως, περνούν από μια διαδικασία βαθιάς πολιτικοποίησης. Μια σειρά από σημαντικά ζητήματα ανοίγονται δημόσια από τις καταλήψεις, όπως ο αντιεθνικισμός, οι έμφυλοι διαχωρισμοί και καταπίεση και η κριτική στις εμπορευματικές σχέσεις εντός και εκτός τους.
Παράλληλα, οι καταλήψεις τείνουν να κάνουν μια κίνηση σύνδεσης με τους κοινωνικούς αγώνες, που οξύνονται την συγκεκριμένη περίοδο. Συμμετέχουν ενεργά και αποτελούν μια από τις μορφές δράσης του λεγόμενου κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, το 2003. Στηρίζουν ή και συνδέονται με τους αγώνες των μεταναστών για αξιοπρέπεια, ακόμα και σε μικρές πόλεις όπως Γιάννενα, Χανιά και Ηγουμενίτσα, ενώ ενίοτε οι ίδιοι οι μετανάστες επιλέγουν την κατάληψη για να στεγάσουν τις ανάγκες τους ή τον αγώνα τους με πιο χαρακτηριστικό παραδείγμα την φιλοξενία των 300 μεταναστών απεργών πείνας σε κατειλημμένους χώρους. Οι καταλήψεις αλληλοτροφοδοτήθηκαν με τους μεγάλους φοιτητικούς αγώνες του άμεσου παρελθόντος και συμμετέχουν σε αγώνες υπεράσπισης δημόσιων χώρων και περιβάλλοντος. Επίσης, στεγάζουν τις αυτόνομες εργατικές συλλογικότητες τις περιόδου και στηρίζουν τους εργατικούς αγώνες που έχουν σχέση με οριζόντια σωματεία βάσης, που ιδρύονται από το ΄05 και μετά.
Ορόσημο σε αυτήν την, πιο πρόσφατη, περίοδο αποτελεί η εξέγερση του Δεκέμβρη του ΄08, όταν οι καταλήψεις, ως μέσο αγώνα, διαχέονται και κοινωνικοποιούνται. Οι ζυμώσεις, που παράγονται μέσα σε δεκάδες κατειλημμένα κέντρα αγώνα, σε όλη την ελλάδα, τροφοδοτούν τους συμμετέχοντες με ιδέες και αποφασιστικότητα για αγώνες και αυτοοργάνωση στην καθημερινότητα. Μέσα από αυτά ξεπηδάνε συνελεύσεις γειτονιών, ταξικοί αγώνες, αυτοοργανωμένα εγχειρήματα και καινούργιες καταλήψεις-κοινωνικά κέντρα. Κλείνοντας έναν νοητό κύκλο, οι συνελεύσεις γειτονιών σήμερα όλο και πιο συχνά επιλέγουν την κατάληψη, ως μέσο είτε για να στεγάσουν τις ανάγκες τους είτε τους αγώνες, όταν αντιστεκόμενες στην υποτίμηση των ζωών μας καταλαμβάνουν την ΔΕΗ, την ΔΕΠΑ ή τις Εφορίες.
Η είσοδος στην κρίση και τα βίαια μέτρα που παίρνονται ενάντια στους εκμεταλλευόμενους δημιουργούν νέες δυνατότητες συνδέσεων και κυκλοφορίας πρακτικών αντίστασης. Αυτός είναι ένας από τους λόγους, που οι ήδη κατειλημμένοι χώροι μπαίνουν στο στόχαστρο της καταστολής επίσημα ως κομμάτι της διαρκούς “αντί-εξέγερσης” και της “πάταξης της ανομίας”. Αυτός, όμως, είναι και ένας από τους βασικότερους λόγους, για τον οποίο θα υπερασπιστούμε τις καταλήψεις, ως ένα ακόμα ανάχωμα στην υποτίμηση της ζωής μας και ένα μπλοκάρισμα στη συνολική αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων που επιχειρείται.
Ο ολοκληρωτισμός, που επιβάλλεται μέρα με τη μέρα, θα μας βρει μπροστά του πιο δυνατούς από ποτέ!