De te fabula narratur*: κρίση | αγώνες | καταλήψεις

ea_28

Και ξαφνικά, μετά από χρόνια αορατότητας και επιθετικής αποσιώπησης των καταλήψεων, όλοι βρίσκονται να μιλούν για αυτές. Η Βίλλα Αμαλία (ούτε καν Αμαλίας) γίνεται αγαπημένη φράση στα στόματα των θαμώνων στα δελτία των 8 και οι καταληψίες γίνονται τα πρόσωπα του μήνα, καθώς μαζί με την καταστολή τους επιφυλάσσεται το απαραίτητο μηντιακό λυντσάρισμα. Ένας ιδεολογικός λευκός θόρυβος περί «ανομίας» έρχεται να συμπληρώσει τις φαντασμαγορικές εκκενώσεις των κατειλημμένων χώρων, την ίδια στιγμή που οι καταδίκες της βίας μοιάζουν να προέρχονται από παντού, από την (ακρο)δεξιά μέχρι την αριστερά («υπεύθυνη» και μη). Κι ωστόσο, είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως όλη αυτή η διαδικασία εκτυλίσσεται μέσα σε ένα κενό. Το αντίθετο. Έρχεται να προστεθεί τόσο σε ένα πλήθος αγώνων που καθημερινά εκδηλώνονται όσο και σε μια σειρά από πρόσφατες επιθετικές κινήσεις από την πλευρά του κράτους. Δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς ιδιαίτερα γιανα δείξει πως η περίοδος που διανύουμε –και η οποία συνοψίζεται συχνά μέσω της περίφημης έννοιας της «κρίσης»– είναι μια περίοδος τρομερής όξυνσης του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού. Είναι εξαιτίας και αυτού που γίνεται ακόμα πιο κρίσιμη η προσπάθεια να αναγνώσουμε τα κοινωνικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία καλούμαστε να υπερασπιστούμε όλα αυτά που έχουμε κατακτήσει.

Η συνθήκη της κρίσης/αναδιάρθρωσης και η έκφρασή της στις ζωές μας

Μιλώντας πολύ γενικά, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι η εξάντληση ενός καθεστώτος συσσώρευσης και η δυσκολία της καπιταλιστικής σχέσης να αναπαραχθεί με τους όρους της. Όταν μιλάμε για την καπιταλιστική κρίση, προφανώς δεν αναφερόμαστε μονάχα στην οικονομία. Αντιλαμβανόμαστε τον καπιταλισμό ως σχέση που οργανώνει τη σημερινή κοινωνία λαμβάνοντας διαφορετικές μορφές. Συνεπώς, η κρίση του κεφαλαίου δεν είναι τόσο μια οικονομική ασφυξία, αλλά πρόκειται μάλλον για κάτι συνολικότερο: μια κρίση των κοινωνικών/ταξικών σχέσεων, μια κρίση του τρόπου με τον οποίο οργανώνεται η κοινωνία και αναπαράγεται η ζωή. Ισχυριζόμαστε πως η κρίση αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού και της δικής μας ανυποταξίας ενάντια στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, όπως αυτή η ανυποταξία εκφράστηκε στους προηγούμενους κύκλους αγώνων.

Αυτό που ζούμε σήμερα είναι ακριβώς η προσπάθεια από την πλευρά του κεφαλαίου να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία και να αποκαταστήσει την τάξη και την κερδοφορία του. Η κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που είναι ταυτόχρονα και μια κρίση αναπαραγωγής του έτερου πόλου της σχέσης, δηλαδή της εργασίας, απαιτεί τη με-κάθε-κόστος ανασυγκρότηση και επανοργάνωση των σχέσεων εκμετάλλευσης. Ο αποκλεισμός των περισσευούμενων κομματιών από την επιβίωση, η βίαιη πειθάρχηση και υποτίμηση, η επίταση της έμφυλης καταπίεσης είναι οι τρόποι με τους οποίους αυτό το σύστημα μας κάνει σαφές πως είναι αποφασισμένο να συνεχίσει να υπάρχει. Και θα συνεχίσει να υπάρχει –όπως πάντα- εις βάρος της ζωής μας.

Υπ’ αυτή την έννοια, όλα αυτά που βιώνουμε καθημερινά, η ζωή που συνεχώς φτωχαίνει, η ανεργία που εκτινάσσεται και η επισφάλεια που φουντώνει, η εργασία που γίνεται ακόμα πιο μισητή και η πρόσβαση σε βασικές ανάγκες που περιφράσσεται, τα χωμένα στους κάδους των σκουπιδιών κεφάλια που πληθαίνουν και τα χαμόγελά μας που λιγοστεύουν, δεν πρέπει να ιδωθούν ως κάποια προσωρινή παρέκκλιση, αλλά, αντίθετα, είναι αποκαλυπτικά του πυρήνα της λογικής του καπιταλισμού. Επιμένουν να μας θυμίζουν πως η ουσία της καπιταλιστικής κοινωνικής συγκρότησης είναι ο πολλαπλασιασμός της αξίας. Κι αν αυτό δεν είναι πλέον συμβατό με μια διανεμητική πολιτική που θα ενσωματώνει τον πληθυσμό επιστρέφοντάς του ένα μέρος από το συνολικό κέρδος, αυτό μπορεί να γίνει και με τη στρατιωτική διαχείριση του κοινωνικού ζητήματος. Από μια άποψη, η σημερινή συνθήκη εκθέτει ξεκάθαρα απέναντί μας αυτό που η ομαλή δημοκρατική συσσώρευση της προηγούμενης περιόδου υπονοούσε: την αστυνομία και τη βία της.

Αυταρχική διαχείριση, καταστολή των αγώνων και η κοινότητα του έθνους

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ερμηνεύεται μάλλον εύκολα η επιθετικότητα από την πλευρά του κράτους απέναντι σε διαδικασίες αγώνα, σε συλλογικοποιήσεις και εγχειρήματα που αρνούνται να πειθαρχήσουν. Ελλείψει άλλων πιθανών τρόπων διαχείρισης, το κράτος ως πολιτική μορφή του κεφαλαίου στρέφεται ολοένα πιο πολύ στην επιβολή και τη γυμνή βία για να για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να πετύχει την εμπέδωση του φόβου στην πλευρά των αγωνιζόμενων, ενώ παράλληλα ανταποκρίνεται σε εκείνα τα συντηρητικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας που σε αυτή τη συγκυρία συνασπίζονται γύρω από το αίτημα για ασφάλεια, καθαρ(ι)ότητα και ευταξία (τουλάχιστον μέχρι να βγούμε «όλοι μαζί» από αυτή την κακιά κρίση και να επιστρέψουμε δριμύτεροι στην εθνική ανάπτυξη).

Αυτή η τελευταία μεταβλητή της κοινωνικής συντηρητικοποίησης και της ανόδου της ακροδεξιάς έχει εισβάλει με τον πλέον δυναμικό τρόπο στα σημερινά δεδομένα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που εν όψει της κατάρρευσης του προηγούμενου κοινωνικού συμβολαίου και των προνομίων που πιθανόν απολάμβαναν, καταφεύγουν στην κοινότητα του έθνους. Ο πατριωτισμός, μέσω της πρόσδεσης στο έθνος και της βίαιης ενσωμάτωσης της εργασίας, φιγουράρει ως απάντηση στην κρίση. Ο δημόσιος λόγος βρίθει τα τελευταία χρόνια από καταγγελίες για τους προδότες πολιτικούς, τα ξένα συμφέροντα και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, από μια ρητορική, με άλλα λόγια, που μετατρέπει το κοινωνικό ζήτημα σε εθνικό. Μια ρητορική που περίτεχνα αποσιωπά ότι δεν είναι μόνο οι ντόπιοι, αλλά πρώτα και κύρια οι μετανάστες που θίγονται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και παράλληλα λησμονεί ότι τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου όχι μόνο δε βάλλονται, αλλά βγαίνουν ενδυναμωμένα από αυτό που όλοι οι υπόλοιποι βιώνουμε ως καθημερινή υποτίμηση της ζωής μας.

Νερό στο μύλο του εθνικισμού δεν παραλείπει να ρίχνει κρουνηδόν και η ελληνική πατριωτική αριστερά με τις αντιιμπεριαλιστικές κορώνες, τα σενάρια περί κατοχής και τις αφηρημένες επικλήσεις στον «ελληνικό λαό». Η αριστερή συνθηματολογία και πρακτική δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη της κυρίαρχης πολιτικής: και οι δύο θεωρούν την καπιταλιστική κρίση και την έξοδο από αυτήν ένα απλό ζήτημα πολιτικής διαχείρισης και ορθολογικής κρατικής παρέμβασης. Και οι δύο αντιλαμβάνονται την κρατική εξουσία ως ουδέτερο εργαλείο και αδυνατούν να κατανοήσουν το κράτος ως στιγμή του καπιταλιστικού σύμπαντος. Επιμένουμε: η κρίση δεν είναι προϊόν κακοδιαχείρισης αλλά το προσωρινό μπλοκάρισμα ενός αδυσώπητου μηχανισμού που καταβροχθίζει τις ζωές μας και ξερνάει εμπορεύματα. Η απάντηση στη σημερινή βαρβαρότητα δεν μπορεί να έρθει μέσα από μια πολιτική διαχείριση αλλά είναι ζήτημα κατεξοχήν κοινωνικό, είναι ζήτημα ριζικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, που όσο πιο απομακρυσμένη φαντάζει, τόσο πιο επείγουσα γίνεται.

Καμιά έκπληξη, λοιπόν, για την ανοιχτή πριμοδότηση και πολιτική χρήση του φασισμού από την πλευρά του κράτους, όπως αυτός έχει ενσαρκωθεί στο πρόσωπο της Χρυσής Αυγής. Χωρίς να είναι κανείς σε θέση να προβλέψει ή να αποκλείσει την επιλογή μιας ανοιχτά φασιστικής διαχείρισης της κρίσης και της εθνικής εξόδου από αυτήν, αυτό που φαίνεται για την ώρα είναι πως η δημοκρατία καταφέρνει μια χαρά να συνυπάρξει με το φασισμό και να τον αξιοποιήσει. Η Χ.Α. επιτελεί εδώ ένα διπλό ρόλο: αφενός προβαίνει σε κινήσεις τις οποίες το ευνομούμενο κράτος δε θα μπορούσε να αναλάβει δημόσια ή ανοίγει τα περάσματα εκείνα ώστε να επιληφθεί το κράτος˙ είτε με ρατσιστικά πογκρόμ και δολοφονικές επιθέσειςείτε με επερωτήσεις στη Βουλή και καταγγελίες ενάντια σε θεσμικούς φορείς για παράβαση καθήκοντος, βοηθάει στην εμπέδωση του φόβου και την πειθάρχηση. Αφετέρου, χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης στρατηγικής της έντασης και την εγκαθίδρυση της βολικής θεωρίας των δύο άκρων. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος εμφανίζεται ως ουδέτερος μεσολαβητής και νομιμοποιείται εκ νέου ως εγγυητής της τάξης και της νομιμότητας αποσβαίνοντας ως ένα βαθμό τους κραδασμούς που οι πολιτικές του εναντίον των εκμεταλλευόμενων δημιουργούν.

Είναι όλα τόσο μαύρα, λοιπόν;

Ωστόσο, η πραγματικότητα αυτή, ζοφερή όπως προβάλλει, είναι επίσης ο τόπος όπου μια σειρά από αρνήσεις και αγώνες εκδηλώνονται. Άλλοτε πιο μοριακά και αθόρυβα και άλλοτε πιο συλλογικά, είναι πολλοί αυτοί και αυτές που κινούνται ενάντια στην πραγματικότητα αυτή. Οι αυτομειώσεις στις μεταφορές και οι επανασυνδέσεις του ρεύματος, οι συνελεύσεις γειτονιάς και οι αγώνες στο χώρο της υγείας, οι αντιστάσεις στην εντατικοποίηση της εργασιακής εκμετάλλευσης και το σαμποτάρισμα της ανάπτυξης και της λεηλασίας της φύσης, η επίθεση στις έμφυλες εξουσίες και τους διαχωρισμούς και οι αγώνες ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οι μαχητικές πορείες και τα εξεγερσιακά συμβάντα είναι για εμάς πολύτιμες στιγμές μίας γενικότερης προσπάθειας μπλοκαρίσματος της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

Η αλήθεια είναι πως οι αγώνες αυτοί περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μια αμυντική θέση αρνούμενοι την περαιτέρω χειροτέρευση των συνθηκών. Παρ’ όλα αυτά, στην άρνηση απέναντι στις μεταρρυθμίσεις και στα κάθε φορά νέα μέτρα βλέπουμε και μια κατάφαση στη ζωή. Άλλωστε, είναι μονάχα μέσα από αυτούς τους αγώνες που μπορεί να συγκροτηθεί και να εκφραστεί το πραγματικό κίνημα το οποίο καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και αρνείται την αρνητική αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, κουβαλώντας έναν πλούτο σχέσεων ανταγωνιστικό στο υπάρχον. Αυτοί αποτελούν το πεδίο εκείνο όπου οι άνθρωποι μπορούν να ξεπεράσουν τους διαχωρισμούς τους και να δημιουργήσουν κοινότητες αγώνα, να αναπτύξουν κομμουνιστικές χειρονομίες, να υποβάλουν σε κριτική τόσο τη φτώχεια όσο και τον πλούτο αυτού του κόσμου. Είναι, λοιπόν, μέλημά μας μέσα από τη συμμετοχή στους αγώνες αυτούς να ανιχνεύουμε και να εντείνουμε τα στοιχεία αυτά που κοιτάζουν πέρα από το παρόν, που προσδοκούν και ελπίζουν σε ένα νέο κόσμο. Στον εμπλουτισμό και στη μεταξύ τους σύνδεση, στις προοπτικές και στα όριά τους, βρίσκεται η αντίσταση απέναντι στην αναδιάρθρωση αλλά και η δυνατότητα γι’ αυτό που δεν μπορεί να περιμένει άλλο: τη συνολική ρήξη με τη μιζέρια αυτού του κόσμου ή, ειπωμένο αλλιώς, μια συλλογική απόπειρα ευτυχίας.

Θεωρούμε πως οι καταλήψεις και η υπεράσπισή τους απέναντι στην κρατική καταστολή είναι κομμάτι αυτών των αγώνων. Οι κοινωνικοί χώροι είναι κατά τη γνώμη μας πολύ χρήσιμοι και θα γίνονται όλο και περισσότερο χρήσιμοι όσο η κρίση βαθαίνει, γι’ αυτό και είμαστε αποφασισμένοι να τους υπερασπιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, είναι επίσης απαραίτητο να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτούς, στους ρόλους που επιτελούν και στα χαρακτηριστικά τους. Με άλλα λόγια, να δούμε ουσιαστικά αυτό που ήδη κάνουμε και να συζητήσουμε πώς μπορούμε να το κάνουμε καλύτερα. Είναι βασική για εμάς εδώ η συνειδητοποίηση ότι οι κοινωνικοί χώροι είναι μια στιγμή των ευρύτερων κοινωνικών ανταγωνισμών και πως σε αυτούς τους ανταγωνισμούς οφείλουν να αναφέρονται και να επιστρέφουν.

Μια ενδεικτική μόνο γενεαλογία των κατειλημμένων χώρων στην Ελλάδα θα αρκούσε για να δείξει τους τρόπους που αυτοί προκύπτουν από τους κοινωνικούς αγώνες και συνομιλούν μαζί τους. Οι καταλήψεις που ξεπετάχτηκαν μετά τα λεγόμενα «μαθητικά» στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η συνάντηση ανθρώπων στα πλαίσια των κινήσεων για την αντι-σύνοδο του 2003 που γονιμοποίησε μια σειρά από εγχειρήματα στην πόλη μας (όπως είναι οι καταλήψεις της Φάμπρικα Υφανέτ και της Terra Incognita), κινήσεις που προέκυψαν μέσα από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-07 (με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της κατάληψης ΔέΛΤΑ) και βέβαια η διάχυση της πρακτικής της κατάληψης και η αναβάθμισή της που πυροδοτήθηκε μέσα από την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08.

Οι καταλήψεις και πώς σχετίζονται με τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς

Όλα τα παραπάνω μας δίνουν δύναμη καθώς βλέπουμε πως η πρακτική αυτή κουβαλά ήδη ανταγωνιστικά και απελευθερωτικά στοιχεία. Η κατάληψη ως μορφή είναι δυνάμει μια ρήξη με το συνεχές της καπιταλιστικής αξιοποίησης, μια βιωμένη κριτική των σχέσεων εξουσίας, της ιδιοκτησίας και του εμπορεύματος, η απελευθέρωση χώρου και χρόνου όπου μπορούμε να συνάψουμε νέες σχέσεις, να δημιουργήσουμε νέες μορφές-ζωής, να ψηλαφίσουμε έναν ολόκληρο πολιτισμό όχι απλά εναλλακτικό, αλλά ανταγωνιστικό προς τον κυρίαρχο. Όλα αυτά είναι σημαντικά και τα πανηγυρίζουμε. Ωστόσο, αυτό που βρίσκουμε ακόμα πιο συναρπαστικό είναι η σύνδεση και η αλληλεπίδρασή τους με την πραγματική κοινωνική κίνηση, οι γραμμές συνέχειας ανάμεσα στους κοινωνικούς χώρους και στους αγώνες που οι εκμεταλλευόμενες υποκειμενικότητες δίνουν στις καθημερινές τους σχέσεις.

Αυτή η αλληλεπίδραση παίρνει (και) τη μορφή των διαδικασιών και των δομών κοινωνικής αναπαραγωγής που στεγάζονται στους κοινωνικούς χώρους. Οι στεγαστικές κοινότητες, οι συλλογικές κουζίνες, οι διαδικασίες αυτομόρφωσης, τα κινηματικά τυπογραφεία, οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες και μια σειρά από αλληλέγγυες και αντιοικονομικές χειρονομίες, είναι ένας τρόπος να αναπαραχθούμε ανταγωνιστικά, καταργώντας τη διαμεσολάβηση του χρήματος και ενισχύοντας άλλες διαμεσολαβήσεις, όπως η χαριστικότητα και η τρυφερότητα. Οι καταλήψεις μπορούν να είναι, μεταξύ άλλων, πολύτιμες ανάσες σε ένα άξενο μητροπολιτικό περιβάλλον που επιτρέπει μονάχα ψυχρά υπολογισμένες αναπνοές, κι αυτό δεν είναι για μας μόνο προσδοκία, αλλά και πραγματικό βίωμα. Μακριά από το να προσχωρούμε εδώ σε μια λογική ετεροτοπιών ή/και μοιράσματος της φτώχειας, βρίσκουμε καθοριστική τη συνέχιση και τη διεύρυνση των διαδικασιών αυτών παράλληλα με τον προσανατολισμό τους προς αγώνες που διεξάγονται και αγωνιστικές κοινότητες που συγκροτούνται, λειτουργώντας υποστηρικτικά προς αυτές.

Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικοί χώροι είναι σημαντικοί ως πεδία συνάντησης και μοιράσματος εμπειριών και περιεχομένων, κόμβοι κυκλοφορίας και κριτικής ανάλυσης των αγώνων. Σ’ αυτούς εδαφικοποιείται η ανάπτυξη μορφών προλεταριακής κοινωνικότητας και ανοίγεται η δυνατότητα δημιουργίας μιας προλεταριακής δημόσιας σφαίρας, όπου οι αγωνιζόμενοι μπορούν να συζητούν και να αναστοχάζονται, να μηχανεύονται και να οργανώνουν τις αρνήσεις τους. Για εμάς, ως κοινότητα των ανθρώπων της Φάμπρικα Υφανέτ, είναι διαρκές στοίχημα αυτή η σύνδεση και ο συντονισμός με άλλα αγωνιζόμενα υποκείμενα και την κίνησή τους να βαθαίνει, και μάλιστα με έναν τρόπο που θα τείνει προς το ξεπέρασμα των διαχωρισμών και της εξωτερικότητας. Προτιμάμε αυτή η επικοινωνία να μη γίνεται με όρους πολιτικής ταυτότητας και έξωθεν παρέμβασης, αλλά με όρους αλληλοδιείσδυσης, επιδιώκοντας να εγκαινιάσει κοινές διαδικασίες συνεύρεσης, να συγκροτήσει κοινότητες αγώνα και να τροφοδοτήσει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς.

Τελικά, όπως οι καταλήψεις είναι ζωντανά κομμάτια των κοινωνικών αγώνων, έτσι και ο αγώνας για την υπεράσπισή τους δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την υπάρχουσα κοινωνική κίνηση. Η καλύτερη υπεράσπιση του κινήματος και των χώρων του είναι ο ίδιος ο εμπλουτισμός του κοινωνικού ανταγωνισμού, η καθημερινή μας κίνηση στα κοινωνικά πεδία και η αντιπαράθεση με τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας˙εν τέλει είναι η δική μας έφοδος στις καταθλίψεις μέσα από σχέσεις αλληλεγγύης και κοινότητες αγώνα. Μέχρι το σημείο εκείνο απ’ όπου η επιστροφή θα είναι ανεπιθύμητη κι ακόμα παραπέρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *