Η Τρόικα, το Ελληνικό Κράτος και η Δημόσια Περιουσία

ea_27

Το τελευταίο διάστημα, πολλοί ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι ανά την Ελλάδα νιώθουν τη βίαιη ανάσα του κράτους. Σημαντική στιγμή αποτέλεσε η εκκένωση της Βίλλας Αμαλίας, μιας από τις πιο ιστορικές καταλήψεις στη χώρα, που εδώ και 22 χρόνια αποτελεί εστία αντίστασης στο κέντρο της Αθήνας. Η Βίλλα Αμαλίας, η κατάληψη Σκαραμαγκά, που επίσης εκκενώθηκε, και δεκάδες ακόμη κατειλημμένα κτίρια ανά την Ελλάδα, στεγάζονται σε εγκαταλειμμένα δημόσια κτίρια. Κτίρια που για πολλά χρόνια η καπιταλιστική σχέση τα είχε κατατάξει στα περισσευούμενα είτε λόγω δυσανάλογου κόστους αξιοποίησης είτε λόγω ενός ασαφούς ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Οι κατειλημμένοι αυτοί χώροι είναι οι τόποι μιας άλλης δημόσιας σφαίρας, όπου ανθούν μη εμπορευματικές σχέσεις και μια καθημερινότητα έξω από τη λογική του κεφαλαίου. Χιλιάδες άνθρωποι συναντιούνται σε αυτούς τους χώρους, όπου εκτός από την οργάνωση της αντίστασης οργανώνουν και μια άλλη καθημερινότητα.

Παράλληλα με αυτούς τους χώρους, ένα ακόμη μέρος της δημόσιας περιουσίας, όπως εκτάσεις στη Σιθωνία Χαλκιδικής, στη Ρόδο και στο Καϊμακτσαλάν, έχουν μπει στο στόχαστρο της αξιοποίησης. Στη Χαλκιδική, για παράδειγμα, η προστατευόμενη περιβαλλοντικά αυτή περιοχή αποτελούσε έναν επίγειο παράδεισο όπου μπορούσες, χωρίς είσοδο, να κατασκηνώσεις και να κάνεις διακοπές, αποτελώντας μια μη εμπορευματική όαση στην καλοκαιρινή καπιταλιστική ζούγκλα των beach bars και των μπανγκαλόους. Σκανδαλώδης είναι η από πλευράς ελληνικού δημοσίου παραχώρηση με Κοινή Υπουργική Απόφαση του 2005 μιας τεράστιας έκτασης της ΒΑ Χαλκιδικής στην εταιρία «Ελληνικός Χρυσός» για να ξεκινήσει την εξορυκτική της δραστηριότητα, παραχώρηση από την οποία το δημόσιο δεν εισέπραξε ούτε ευρώ. Οι κρατικές αυτές περιουσίες, ενώ ενδιέφεραν κατά καιρούς διάφορους επενδυτές και κάθε είδους εκφραστές της λογικής του κέρδους, προστατεύονταν μέχρι προσφάτως από τοπικές κοινωνίες και οικολογικές οργανώσεις. Ειδικά για την περίπτωση των Μεταλλείων της Χαλκιδικής, οι αποφασιστικοί αγώνες των κατοίκων κατόρθωναν για καιρό να ματαιώνουν τα σχέδια αξιοποίησης των κοιτασμάτων χρυσού για δύο σχεδόν δεκαετίες.

Η τελευταία και πιο γνωστή κατηγορία δημόσιας περιουσίας είναι οι δημόσιες επιχειρήσεις στις οποίες το κράτος κατέχει σημαντικό πακέτο μετοχών, όπως η ΔΕΗ η ΕΥΑΘ, η ΕΥΔΑΠ, τα ΕΛΤΑ, τα ξενοδοχεία ΞΕΝΙΑ, ο ΟΠΑΠ, τα λιμάνια, ενδεικτικά μόνο παραδείγματα σε μια λίστα πραγματικά τεράστια. Ο δημόσιος χαρακτήρας των κρατικών επιχειρήσεων είναι βαθύτατα σημαδεμένος από την ιεραρχική δομή και τη σχέση κεφάλαιο που διαπερνά όλη τη λειτουργία τους. Ο ειδικά καπιταλιστικός χαρακτήρας των «δημοσίων επιχειρήσεων», που εντοπίζεται στην –έστω και σχετικά αμβλυμένη– τάση να λειτουργούν με όρους αγοράς, με «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια», δεν αποτελεί ένα εξωτερικό περίβλημα κάτω από το οποίο αποκαλύπτεται ένας αλώβητος πυρήνας που εκφράζει ως τάση την «οικονομία των αναγκών», έναν κομμουνισμό εν αναστολή, ένα καθαρό «δημόσιο αγαθό» το οποίο έρχεται να εκμεταλλευθεί εκ των υστέρων η αγορά. Οι δημόσιες επιχειρήσεις συμβολίζουν τον καπιταλισμό των αρχών της δεκαετίας του ‘80, όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη για να αλώσει τις κοινωνικές σχέσεις περνούσε μέσα από την κρατική παρέμβαση και χρηματοδότηση. Το κράτος έφτιαχνε τις υποδομές για να λειτουργεί το ατομικό κεφάλαιο. Πώς, άλλωστε, οι βιομήχανοι της Σίνδου θα προμηθεύονταν πρώτες ύλες και πώς θα μετέφεραν τα προϊόντα τους χωρίς το κρατικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης; Ακόμη και στις περιπτώσεις που ο συνδικαλισμός συνδιοικούσε τις δημόσιες επιχειρήσεις, αυτό συνέβαινε με όρους ανταγωνισμού και αγοράς. Γι’ αυτούς τους λόγους, όπως θα εξηγήσουμε και παρακάτω, η υπεράσπιση από τα κινήματα του δημόσιου χαρακτήρα των επιχειρήσεων δεν στήνει ένα ανάχωμα στην καπιταλιστική αγριότητα παρά συντηρεί μια ψευδαίσθηση ενός φιλολαϊκού συστήματος εκμετάλλευσης, το οποίο ακόμη και ως ψευδαίσθηση έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Σήμερα λοιπόν -από το 2009 και μετά, οπότε η παγκόσμια κρίση έσκασε και στην Ελλάδα- και μετά από χρόνια κερδοφορίας υποστηριζόμενης από τον τραπεζικό δανεισμό, τα αφεντικά βλέπουν ξαφνικά τον καπιταλισμό του χρηματιστηρίου, των ΕΣΠΑ και του κεφαλαίου κίνησης να καταρρέει. Ο κίνδυνος της ξαφνικής καπιταλιστικής χρεοκοπίας είναι υπαρκτός και έτσι ο τραπεζικός δανεισμός -το άνοιγμα των τραπεζών- γίνεται δημόσιο χρέος, (κρίση χρέους).

Εδώ είναι απαραίτητη μια μικρή παρέκβαση. Το ελληνικό κράτος και τα ντόπια αφεντικά, βλέποντας την αδυναμία κερδοφορίας και συνολικά το αδιέξοδο του υφιστάμενου μοντέλου εκμετάλλευσης, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συναρθρωθούν με χειρότερους όρους με το παγκόσμιο κεφάλαιο, το οποίο σχηματικά εκφράζει η τρόικα. Σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να διακινδυνέψουν να χάσουν τα πάντα στη δίνη μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και των επακόλουθων κοινωνικών εξεγέρσεων -οι συνέπειες των οποίων είναι πάντα απρόβλεπτες. Επειδή αυτό το ρίσκο είναι μεγάλο, συμπράττουν με την τρόικα. Άλλωστε, ο μνημονιακός μηντιακός μονόλογος αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι βασικές φράξιες του κεφαλαίου έβλεπαν ως διέξοδο τη διεθνή βοήθεια. Παράλληλα, έβλεπαν ότι επιδιώξεις χρόνων θα μπορούσαν τώρα να επιτευχθούν χωρίς να τις χρεωθούν οι ίδιοι ή -ακόμα καλύτερα- να περάσουν με το εκβιαστικό δίλημμα: χρεοκοπία ή θάνατος. Ένα δίλημμα που συνέθλιψε –και συνεχίζει να το κάνει– τις κοινωνικές αντιστάσεις που μπλόκαραν από το 1990 και μετά την υποτίμηση της εργασίας, την άλωση της δημόσιας περιουσίας και τη συρρίκνωση του έμμεσου μισθού. Τελικά, είναι αυτονόητο ότι είναι άστοχο να αναφερόμαστε σε ξενόδουλες κυβερνήσεις και στους Γερμανούς που ξανάρχονται, όπως αποτυχημένα ρητορεύει η πατριωτική αριστερά και η άκρα δεξιά.

Ανάμεσα λοιπόν στα δεκάδες μέτρα που πάρθηκαν και τα οποία συγκροτούν την πιο βίαιη υποτίμηση της ζωής που έχει συμβεί, η μεταφορά του κρατικού πλούτου σε μεμονωμένους καπιταλιστές αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της στρατηγικής της άρσης του αδιεξόδου. Αυτή ακριβώς η διάσταση, δηλαδή η κερδοφορία του κεφαλαίου μέσω της υποτίμησης της εργασίας, αναλύεται διεξοδικότερα σε διαφορετικό άρθρο της εφημερίδας. Πάντως, το λεγόμενο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή το εξευτελιστικό –με όρους αγοράς– αντίτιμο είναι μόνο μια πτυχή της αξιοποίησης. Γιατί το ζήτημα δεν είναι απλώς να εισπραχθούν τα μέγιστα, να γεμίσουν τα ταμεία του κράτους και να πληρωθούν οι τόκοι των δανείων. Το ζήτημα είναι το κεφάλαιο ως σχέση, η εκμεταλλευτική συνθήκη, η εμπορευματοποίηση της ζωής να αποικήσει και τους τελευταίους θύλακες της καθημερινότητας: τα κτίρια των καταλήψεων, τα κληροδοτήματα των πανεπιστημίων, τις παραλίες, τα βουνά, και τις βραχονησίδες, για τις οποίες κόπτονται ιδιαιτέρως οι εθνικιστές.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αδιάκοπη επέκταση των νέων περιφράξεων ιδρύθηκε το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), στο οποίο μεταβιβάστηκαν τα ακίνητα του δημοσίου και οι μετοχές σε επιχειρήσεις. Το Ταμείο είναι μια Ανώνυμη Εταιρεία που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Στο καταστατικό του ταμείου προβλέπεται με νόμο ότι απαγορεύεται στο μέλλον να επιστρέψει στο δημόσιο τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχει στην κυριότητα του. Στόχος αυτής της ρύθμισης είναι να κατοχυρωθεί νομικά ότι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις δεν θα μπορούν να ανασχέσουν τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό, φυσικά, μένει να κριθεί.

Τέλος, από την εξέλιξη των μέχρι σήμερα διαγωνισμών επιβεβαιώνεται η βασική μας υπόθεση, ότι δηλαδή η λιτότητα και οι ιδιωτικοποιήσεις –από τη ΛΑΡΚΟ μέχρι τις εκτάσεις στη Χαλκιδική– αποσκοπούν στην εύρεση διεξόδων για το ντόπιο κεφάλαιο, σε σύμπραξη με το διεθνές. Σε ένα περιβάλλον όπου η εργασία κοστίζει στα αφεντικά ψίχουλα, όπου η πειθάρχηση των εργαζομένων λόγω της υψηλής ανεργίας φαντάζει αναμενόμενη, όπου μια μελέτη περιβαλλοντικών όρων εγκρίνεται λες και βγάζεις δίπλωμα οδήγησης, τα ντόπια αφεντικά με τη ρευστότητα του διεθνούς κεφαλαίου έχουν επιτύχει μέσα σε δύο χρόνια αυτά που δεν είχαν καταφέρει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στη συντριπτική πλειοψηφία των διαγωνισμών αποκρατικοποίησης, οι υποψήφιοι είναι κοινοπραξίες με έναν Έλληνα εταίρο και έναν ξένο. Στο παράδειγμα της ΕΥΑΘ (Εταιρεία Ύδρευσης Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης) η Veolia έχει συστήσει με τη MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου κοινή εταιρεία, την «Veolia MIG Greece», με την οποία και θα μπουν στη «μάχη των νερών», έχοντας απέναντί τους τη Suez Environment και τον Γιώργο Μπόμπολα. MIG-Veolia και Suez-Ελλάκτωρ συμμετείχαν σε κοινοπραξίες στο διαγωνισμό που είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση για την πώληση του 23,02% της EYAΘ, ενώ στην τρίτη κοινοπραξία μετείχαν η ΓEK Tέρνα με την ισπανική Aqualia.

Κλείνοντας, για να συνοψίσουμε, θα λέγαμε ότι κομμάτι της υποτίμησής μας σε καθημερινό επίπεδο είναι οι νέες περιφράξεις που στενεύουν όλο και πιο πολύ τις δυνατότητες να λειτουργούμε έξω από τη λογική του χρήματος. Από τα κατειλημμένα κτίρια στα κέντρα των πόλεων μέχρι το νερό και τις παραλίες, το κεφάλαιο εντατικοποιεί την εκμετάλλευση εκεί που ήδη υπήρχε με ειδικούς όρους (ΔΕΚΟ), ενώ απλώνεται εκεί που μέχρι τώρα δεν είχε πετύχει να πατήσει πόδι. Από την πλευρά αυτών που αγωνίζονται σήμερα, το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης, το σταμάτημα των ιδιωικοποιήσεων, η ακύρωση των εκκενώσεων των καταλήψεων είναι κομμάτια του αγώνα για τη συλλογική αναβάθμιση της ζωής μας. Για να συμβεί αυτό, προϋπόθεση είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι το όνειρο της επιστροφής σε μια κρατική διαχείριση του δημόσιου πλούτου, εκτός από απραγματοποίητο, είναι και επιζήμιο. Επιζήμιο, καθώς αδυνατεί να διακρίνει ότι το πρόβλημα είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης, και όχι το αν αυτές θα εμπεδώνονται από το κράτος ή τα μεμονωμένα αφεντικά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *