Είναι γεγονός ότι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός δημόσιας τάξης θέλουν να φαίνονται ότι στέκονται αποφασισμένοι απέναντι στις καταλήψεις, δείχνοντας με τις εξαγγελίες τους να αναλαμβάνουν μια προσωπική σταυροφορία για τη διάλυση αυτών των «νησίδων ανομίας». Και το κράτος εμφανίζεται ως μια ξέχωρη από την οικονομία σφαίρα της πολιτικής που λειτουργεί στο πλαίσιο της βούλησης ισχυρών ηγετικών φυσιογνωμιών. Το κράτος, ακόμα και στις καθημερινές μας συζητήσεις και συναναστροφές, καταφέρνει να εμφανίζεται ως αναγκαία σύμβαση για την τήρηση της τάξης. Ως ένα όργανο που οι πουλημένοι πολιτικοί το κακοδιαχειρίστηκαν και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε… Όμως το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη ή και υπεριστορική δομή που διαμορφώνεται και διαμορφώνει έξω από την οικονομία και την κοινωνία και, βέβαια, δεν αποκτά πρόσημο ανάλογα με το ποιος είναι στην εξουσία. Επίσης το κράτος δεν είναι ένας μηχανισμός ποτισμένος με κάποιο προπατορικό μίσος για τους αναρχικούς, τους οποίους θέλει να καταστρέψει και να εξουσιάσει.
Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα οικονομικό σύστημα αλλά μια κοινωνική σχέση που περιστρέφεται γύρω από την παραγωγή αξίας. Είναι εκείνη η μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων που μας κατασκευάζει ως ελεύθερα υποκείμενα και συγχρόνως ως εκμεταλλευόμενους/ες. Στον καπιταλισμό είμαστε ελεύθερες να πουλάμε την εργασιακή μας δύναμη χωρίς εξωοικονομικούς καταναγκασμούς (όπως θα συνέβαινε για παράδειγμα σε μία δουλοκτητική κοινωνία) αλλά συγχρόνως είμαστε «ελεύθερες» από κάθε άλλο τρόπο επιβίωσης πέρα από την πώληση της εργασιακής μας δύναμης. Εξαιτίας της διττής αυτής συνύπαρξης ελευθερίας και εξαναγκασμού, η σχέση-κεφάλαιο εμφανίζεται αναγκαία από τη μία ως οικονομία (όπου λαμβάνει χώρα η εκμετάλλευση και τα κοινωνικά υποκείμενα χωρίζονται σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους) και συγχρόνως από την άλλη ως πολιτική (όπου όλοι είμαστε ισότιμα, αυτόνομα υποκείμενα, με ίδια δικαιώματα και ίδιες υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος). Συνεπώς, οικονομία και πολιτική δεν είναι διαχωρισμένες σφαίρες αλλά η διττή υπόσταση της καπιταλιστικής σχέσης, δύο αναγκαίες και συμπληρωματικές μορφές εμφάνισης της ίδιας σχέσης που μετατρέπει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε σωρό εμπορευμάτων.
Το κράτος, λοιπόν, ως κατεξοχήν –άλλα όχι αποκλειστικό– πεδίο του πολιτικού, δεν βρίσκεται πάνω από την κοινωνία, δεν ρυθμίζει τις εκμεταλλευτικές σχέσεις με τρόπο εξωτερικό προς το κεφάλαιο. Αντίθετα, είναι άλλη μια έκφραση της κυριαρχίας του κεφαλαίου και της επιβολής της εργασίας και ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε μια διαρκή κρίση της αναπαραγωγής αυτής της σχέσης. Η κρίση δεν είναι παρά η στιγμή του μπλοκαρίσματος της διαδικασίας συσσώρευσης λόγω της όξυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού και της γενικευμένης άρνησής μας να υπάγουμε τη ζωή μας στην παραγωγή κέρδους και την κυριαρχία του χρήματος. Ως μπλοκάρισμα της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν αναγνωρίζουμε μόνο την απειθαρχία στους χώρους εργασίας αλλά και την καθημερινή αντίσταση στην υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης που επιτυγχάνεται μέσω της μείωσης του έμμεσου μισθού και της συρρίκνωσης των κρατικών δαπανών για την αναπαραγωγή μας. Ακόμη παραπέρα, όμως, αναγνωρίζουμε ως στιγμές της κρίσης και την απαξίωση από την πλευρά των εκμεταλλευόμενων-κυριαρχούμενων κάθε διαμεσολαβητικού μηχανισμού του κράτους, την έμπρακτη αμφισβήτηση των πολιτικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών ηγεσιών, που πρωτοστάτησαν στην ενσωμάτωση της ταξικής πάλης, κατά την παρελθούσα περίοδο του κοινωνικού κράτους.
Η παρούσα κρίση, επομένως, δεν είναι το αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης των εθνικών πόρων, κακών χειρισμών, ανικανότητας και άγνοιας των οικονομικών «νόμων». Είναι αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, όχι όμως αποκλειστικά με τη στενή έννοια των οικονομικών διεκδικήσεων στο επίπεδο της παραγωγής. Είναι προϊόν της συνολικής αμφισβήτησης της σχέσης κεφάλαιο, όπως αυτή εκφράστηκε τα προηγούμενα χρόνια, τόσο στη σφαίρα της οικονομίας όσο και στον τόπο του πολιτικού: ο ταυτόχρονος κλυδωνισμός ενός καθεστώτος συσσώρευσης αλλά και των τρόπων ρύθμισης που το συνοδεύουν. Αυτό γίνεται εμφανές από τις διαδοχικές πολιτικές μορφές που κλήθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια να διαχειριστούν την ογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, για να καταρρεύσουν σύντομα η μία μετά την άλλη: νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις με σοσιαλδημοκρατική φρασεολογία, νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις χωρίς σοσιαλδημοκρατική φρασεολογία, κυβερνήσεις τεχνοκρατών, διακομματικές συνεργασίες, εκλογές και πάλι εκλογές, είσοδος των φασιστών στη βουλή, υπηρεσιακές κυβερνήσεις και τρικομματικά υβρίδια.
Θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τις παραπάνω μεταλλάξεις ως καταστάσεις εξαίρεσης και ιδιότυπες μορφές πολιτικής διαχείρισης μιας συνθήκης εκτάκτου ανάγκης, όπως είναι η περίοδος που διανύουμε. Προτιμούμε, ωστόσο, να αναζητήσουμε πίσω από τις συνεχιζόμενες ανακατατάξεις, τους αναδυόμενους νέους τύπους ρύθμισης του κοινωνικού, νέες πολιτικές μορφές που θα συνοδεύσουν μια νέα περίοδο συσσώρευσης, που τόσο επιθυμεί το κεφάλαιο ως έξοδο από την κρίση. Φυσικά μια πλήρης αποτύπωση είναι προς το παρόν αδύνατη γιατί και οι κινήσεις του κράτους είναι αποσπασματικές αλλά και το τοπίο ακόμη ρευστό αφού η κοινωνική ανυποταξία δεν έχει ολότελα καμφθεί. Ακόμη όμως και αν τα ερμηνευτικά μας εργαλεία αποδεικνύονται πάντοτε ανεπαρκή για να περιγράψουν με τρόπο πανοπτικό την κοινωνική κίνηση, μπορούμε να αποπειραθούμε να εντοπίσουμε μεμονωμένες στιγμές αυτής της κρατικής μετάλλαξης.
Ως αποτέλεσμα και αντικείμενο της ταξικής πάλης, το κράτος θα λέγαμε πως είναι μία στιγμή της και ως τέτοιο δεν έχει παρά μία και μόνη επιλογή: αναδιάρθρωση. Αναδιάρθρωση τόσο σε επίπεδο δομών και μηχανισμών, όσο και στις λειτουργίες που επιτελεί και τους ρόλους που αναλαμβάνει. Το κόψιμο του κοινωνικού μισθού (υγεία, συντάξεις, παροχές) είναι μια στιγμή της αναδιάρθρωσης στην οποία μετακυλίεται το κόστος της αναπαραγωγής μας σε εμάς, χωρίς όμως το κράτος να αποσύρεται από αυτόν τον τομέα, αφού τον αναλαμβάνει πλέον με στρατιωτικούς όρους. Το κράτος αποσύρεται από τις προνοιακές του λειτουργίες, συρρικνώνει τις κοινωνικές παροχές και το κενό που ανοίγεται έρχεται να το καλύψει η ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ο «δημόσιος» τομέας συστέλλεται και, όπου δεν ιδιωτικοποιείται, λειτουργεί υπό κρατικό έλεγχο αλλά με κριτήρια επιχειρηματικότητας και με όρους της αγοράς. Πανεπιστήμια, νοσοκομεία, δήμοι και σχολεία μετατρέπονται σε αυτόνομες και αυτοχρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται η μία την άλλη για την εύρεση κονδυλίων και για κρατικές επιχορηγήσεις. Η περαιτέρω εμπορευματοποίηση των δομών του κοινωνικού κράτους είναι, σε συνδυασμό με την καλπάζουσα ανεργία, πολύ αποτελεσματική μέθοδος πειθάρχησης του εργατικού δυναμικού και εντατικοποίησης της εργασίας όσων παραμείνουν να εργάζονται σε αυτές τις υπηρεσίες. Η «πολυπόθητη» ανάπτυξη και προσέλκυση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών σε τομείς όπως η ενέργεια, η παιδεία και η υγεία, πέρα από την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης όλων μας, συνεπάγεται απλά και ξάστερα το ξεζούμισμα των εργαζομένων σε αυτές τις δομές, το καθημερινό τους στύψιμο έναντι πινακίου φακής, κάτω από το θόρυβο των κανιβαλικών ιαχών για «τεμπέληδες δημόσιους υπάλληλους που δεν θέλουν να δουλέψουν».
Παράλληλα το κράτος, ενώ παραχωρεί την πειθάρχηση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διευκολύνει την κερδοφορία και την ιδιωτική επιχειρηματικότητα σε επίπεδο νομικών διατάξεων και ρύθμισης του γενικού πλαισίου εκμετάλλευσης. Φοροαπαλλαγές και διευκολύνσεις για τα αφεντικά πηγαίνουν παράλληλα με αποφάσεις για την άρση του προστατευτισμού της εργασίας όπου αυτή υπήρχε, την καταβαράθρωση εργασιακών δικαιωμάτων και την υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης. Ταυτόχρονα, είτε επεκτείνοντας την επισφαλή εργασία αλλά είτε και καταργώντας την εκεί όπου ωρομίσθιοι, αναπληρωτές και εργαζόμενοι σε stage είχαν αποκτήσει δύναμη στην αντιπαράθεσή τους με το κεφάλαιο, ξεριζώνει κόσμο από τους χώρους εργασίας και τις κοινότητες αγώνα που είχε οικοδομήσει, εξαναγκάζοντάς τον στην ανεργία ή την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Έτσι, αποδιαρθρώνει την τεχνική και συνεπώς την πολιτική σύνθεση της τάξης, κατορθώνοντας ισχυρά πλήγματα στην ικανότητα των εκμεταλλευόμενων να απαντούν στην υποβάθμιση της ζωής τους.
Τέλος, το κράτος αναλαμβάνει αποφασιστικά την αντιμετώπιση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έξω από τους χώρους δουλειάς, μοιράζοντας απλόχερα ξύλο, χρηματικές ποινές και φυλάκιση σε όσους/ες αντιστέκονται. Η επίθεση στους κοινωνικούς αγώνες είναι μια άλλη στιγμή της αναδιάρθρωσης που εκτυλίσσεται παράλληλα. Από τα μεταλλεία της Χαλκιδικής ως τις αστυνομικές επιχειρήσεις του Ξένιου Δία εναντίον των μεταναστών στα κέντρα των πόλεων, από την καταστολή των απεργιακών κινητοποιήσεων ως την άγρια επίθεση στο κίνημα των πλατειών, από τις ομοφοβικές επιθέσεις και το κυνήγι των οροθετικών γυναικών ως τα φασιστικά μαχαιρώματα και τα ρατσιστικά πογκρόμ, η πειθάρχηση του προλεταριάτου επιχειρείται με αυξανόμενο αυταρχισμό και καταστολή. Όπου δεν φτάνει η γροθιά του σεκιουριτά, θα φτάσει το γκλομπ του μπάτσου, το μαδέρι του «αγανακτισμένου κατοίκου» ή το μαχαίρι του φασίστα.
Στην επίθεση στις καταλήψεις δεν βλέπουμε λοιπόν φθονερούς κρατικούς λειτουργούς. Σπάζοντας την προσωποποίηση των σχέσεων και προχωρώντας ένα βήμα πέρα από τον τροχό των ΕΚΑΜ και την εντολή εκκένωσης του Δένδια, βλέπουμε τη συγκρουσιακή διαδικασία της αναπαραγωγής του κεφαλαίου που περνά από πάνω μας. Δε βλέπουμε μια διαχωρισμένη αυταρχικοποίηση του κράτους λόγω της ανόδου της ακροδεξιάς, αλλά θέλουμε να φωτίσουμε πώς το κράτος κάνει αυτό που πρέπει να κάνει διαχρονικά και πώς σιγά-σιγά στέρεψε από εναλλακτικές λύσεις. Πώς μετά το Δεκέμβρη του 2008 δοκίμασε διάφορες μορφές διαχείρισης της κρίσης, πώς οι κυβερνήσεις αδυνατούσαν να τα καταφέρουν να ενσωματώσουν και να αφομοιώσουν τα κινήματα που ξεπηδούσαν, και πώς έφτασε η καταστολή τους να είναι κεντρική στρατηγική. Και τέλος, δεν βλέπουμε σε αυτήν την κίνηση του κράτους μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού από άλλα υπαρκτά ζητήματα (σκάνδαλα και μίζες). Αν μη τι άλλο, εκτιμούμε παραπάνω τη δράση μας (όπως και το κράτος) και αντιλαμβανόμαστε γιατί πρέπει να χτυπηθεί.
Γιατί οι καταλήψεις δεν είναι μόνο απελευθερωμένοι χωροχρόνοι ή απλώς μια απόπειρα συλλογικής επανοικειοποίησης των συνθηκών ύπαρξης. Είναι κι αυτές στην κίνηση που μάχεται για το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης, στην κίνηση που αγωνίζεται να συνδεθεί με άλλα κομμάτια της κοινωνίας και να προτάξει ένα συλλογικό εμείς απέναντι στη μιζέρια της ιδιώτευσης, στην κίνηση των ανθρώπων που είναι ανταγωνιστική και όχι εναλλακτική στο Υπάρχον.