Η μητρόπολη αποτελεί το διαλεκτικό πεδίο των κοινωνικών ανταγωνισμών και των ταξικών συγκρούσεων. Αποτελεί το έδαφος της εκμετάλλευσης, της προσταγής και του κεφαλαίου αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και τον τόπο του σαμποτάζ, της απεργίας και του αγώνα. Η μητρόπολη είναι ο τόπος των κοινών και των περιφράξεων. Η μητρόπολη είναι ο διαλεκτικός τόπος της κατάληψης.
Η κατάληψη είναι ο κυρίαρχος τρόπος αστικοποίησης. Από την εποχή της ανάδυσης του καπιταλισμού (17ος -18ος αιώνας) επαναλαμβάνεται η διαδικασία της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης: το κεφάλαιο περιφράσσει τις κοινοτικές γαίες, τα δάση, τους αγρούς, τα ποτάμια και οι πληθυσμοί αποκόπτονται από τα μέσα και τους πόρους παραγωγής και αναπαραγωγής. Έτσι, εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν στα ανερχόμενα βιομηχανικά κέντρα στα οποία, μην έχοντας τίποτα άλλο παρά μόνο την εργατική τους δύναμη, μετατρέπονται σε μισθωτούς εργάτες. Εκεί, στην εργασιακή διαδικασία, είναι που παράγεται αξία και υπεραξία για τον καπιταλισμό. Ωστόσο, όσο οι πληθυσμοί διαθέτουν την ικανότητα να ελέγχουν τα μέσα διαβίωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής δεν θα υπάρχει κίνητρο για να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη προκειμένου να δημιουργηθεί υπεραξία από αυτόν που κατέχει το κεφάλαιο. Ο αγώνας λοιπόν ενάντια στις περιφράξεις και τη μονιμότητα της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης, καθώς και ενάντια στη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας της αξίας και της υπεραξίας, γεννά διαρκώς χώρους έξω από τη λογική της ιδιοκτησίας, του ενοικίου, του κέρδους, γεννά κατειλημμένα εδάφη σε όλες τις μητροπόλεις. Τόπους πλούσιους σε εξεγέρσεις, σε υποκουλτούρες, σε συντροφικές χειρονομίες, σε κοινοτικές σχέσεις, σε αντικρατικές πρακτικές που διαρκώς κλονίζουν το νευρικό σύστημα της καπιταλιστικής μητρόπολης. Τα κατειλημμένα εδάφη είναι κοινότητες σε κίνηση, αντιφατικές, ευάλωτες, ρευστές επικράτειες, ανοιχτές στα όνειρα των παρανόμων και στα παιχνίδια των παιδιών, στην τρυφερότητα, το χάδι, τον πειραματισμό. Είναι υβριδικές μορφές ζωής, κατώφλια προς άλλους κόσμους μαγικούς, υπόγειους, αόρατους, τόπους αντιεξουσίας και άναρχης πολεοδομίας που δεν χωράνε στην ευκλείδεια γεωμετρία του πολεοδομικού καννάβου. Τα λαβυρινθοειδή σοκάκια, οι φαβέλες και οι παραγκουπόλεις, τα αυτοοργανωμένα κοινωνικά κέντρα, οι ετεροτοπίες των vagabonds και των flaneurs, οι νομαδικοί τόποι των τσιγγάνων και οι ζωντανές γειτονιές των μεταναστών αποτελούν πληθυντικές μορφές ζωής όπου όλα μπορούν να συμβούν.
Χαρακτηριστικά, τον 18ο αιώνα, η μεγαλύτερη καπιταλιστική μεγαμηχανή, το Λονδίνο, ήταν στην πραγματικότητα μια τεράστια κατειλημμένη παραγκούπολη με περίπου τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους να ζουν σε απροσπέλαστες για την αστυνομία γειτονιές, όπως τις έχει περιγράψει ο Ντίκενς. Στη συνέχεια, το 19ο αιώνα, είναι διάσημες στο Παρίσι οι bidonvilles, κατειλημμένες γειτονιές, κατασκευασμένες από τενεκέδες -μπιτόνια- τενεκεδουπόλεις, από τις οποίες ξεπηδούσαν τα χαμίνια, οι άθλιοι και οι εξεγερμένοι του 1830, του 1848 και της Κομμούνας του 1871.
Σήμερα, στα κατειλημμένα και αυθαιρέτως χτισμένα εδάφη των μητροπόλεων κατοικεί πάνω από το 50% του παγκόσμιου αστικού πληθυσμού και κάθε μέρα προστίθενται πάνω από 100.000 καταληψίες. Από τα «γεντζέκοντου», τα σπίτια που χτίζονται σε μια νύχτα και αποτελούν το 70% της Ιστάνμπουλ και του Καΐρου, τα συχνά εξεγερμένα παρισινά banlieues, τις οργισμένες φαβέλες των λατινοαμερικάνικων μητροπόλεων του Σάο Πάολο, του Ρίο και της Πόλης του Μεξικού, τα slums των υποσαχάρεων αφροπόλεων του Λάγος, της Κινσάσα, του Ναϊρόμπι και του Γιοχάνεσμπουργκ, μέχρι τα βραβευμένα με όσκαρ (Slumdog Μillionaire) παραγκόσπιτα της Βομβάης, της Καλκούτας και του Νέου Δελχί, οι καταλήψεις στις μητροπόλεις αποτελούν τον κανόνα και όχι απλώς μια εξαίρεση στην πολεοδομική και δικαιική κανονικότητα.
Από τη δεκαετία του ‘60 στην καρδιά των μητροπόλεων της δυτικής Ευρώπης και στα συντρίμμια των φορντικών εργοστασίων ξεπηδούν και οι πολιτικές καταλήψεις αυτόνομων, αναρχικών και φεμινιστικών κινημάτων. Οι τοίχοι, οι σημαίες και τα ποιήματά τους γράφουν «τα θέλουμε όλα», «το προσωπικό είναι πολιτικό», «είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε», φλερτάρουν με την έφοδο στον ουρανό. Από τότε μέχρι σήμερα οι μνήμες και οι πρακτικές τους διαπερνούν διαγώνια το βιοπολιτικό διάγραμμα της μεταφορντικής μητρόπολης.
Αντιμέτωπος με τις παραπάνω κινήσεις ο καπιταλισμός μέσα από τη διαδικασία της μονιμότητας της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης και της κυκλοφορίας της αξίας διαρκώς επιδιώκει είτε να εκδιώξει τους πληθυσμούς από τις καταλήψεις, είτε να τους ενσωματώσει νομιμοποιώντας τις κατειλημμένες εκτάσεις και τις αυθαίρετες κατασκευές με βαριές φορολογίες, ενοίκια και μετασχηματίζοντας τον ανθρωπολογικό τύπο του καταληψία σε ατομικό ιδιοκτήτη, καταναλωτή, μισθωτό εργάτη, μικροεπιχειρηματία.
Ταυτόχρονα ο φόβος των απρόσμενων συναντήσεων – συγκρούσεων αποτυπώνεται στην ανάπτυξη χωρικών σχηματισμών όπως τα γκέτο των πλουσίων, οι gated communities (περιφραγμένες γειτονιές), τα mall, το zoning, τα προάστια υπνωτήρια, η πολεοδομία των τειχών, τα συστήματα ασφαλείας και διαρκώς επιδιώκεται η κυριλοποίηση-εξευγενισμός της πόλης με πολιτικές καθαρ(ι)ότητας και στόχο την αποδοτικότερη κυκλοφορία της αξίας.
Στην ελληνική περίπτωση, οι καταλήψεις στο μητροπολιτικό πεδίο δεν είναι άγνωστο φαινόμενο. Όλες οι ελληνικές πόλεις έχουν χτιστεί με αλλεπάλληλα ιζήματα καταλήψεων και αυθαίρετων κατασκευών και έπειτα ακολουθούσε πάντα ασθμαίνοντας ο κρατικός πολεοδομικός σχεδιασμός που με πλήθος ρυθμίσεων, κανόνων και εξαιρέσεων προσπαθούσε να ενσωματώσει τους πληθυσμούς σε νέους κύκλους πρωταρχικής συσσώρευσης. Ενδεικτικά, τις δεκαετίες του ‘20 και ‘30 πρόσφυγες από τα ανατολικά Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, έχοντας χάσει τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής, καταλαμβάνουν μητροπολιτικά εδάφη, πρώην στρατόπεδα, εκκλησιαστικά κτήματα, πρώην οθωμανικά τσιφλίκια και εγκαθίστανται σε παράγκες-ξύλινα παραπήγματα χωρίς ύδρευση και ρεύμα στην περίμετρο των μεγάλων πόλεων, στην Αθήνα (Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Κορυδαλλός, Καισαριανή) και στη Θεσσαλονίκη (Καλαμαριά, Τούμπα, Νεάπολη, Εύοσμος-Κορδελιό). Από αυτές τις γειτονιές τα εξεγερμένα πλήθη θα συγκλονίσουν τον αναδυόμενο ελληνικό καπιταλισμό με τις απεργίες και τις εξεγέρσεις του μεσοπολέμου. Μετά τον εμφύλιο, τις δεκαετίες του ‘50 και ’60, για άλλη μια φορά ο διωκόμενος αριστερός αγροτικός πληθυσμός καταφθάνει στις πόλεις για να φτιάξει μια νέα αστική περίμετρο με αυθαίρετες παραγκουπόλεις (π.χ. Περιστέρι, Αιγάλεω, Πετρούπολη, Πέραμα στην Αθήνα), οι οποίες σε συνδυασμό με τις παλαιότερες προσφυγικές γειτονιές και τις παραδοσιακές γειτονιές της εργατικής τάξης συνθέτουν το μητροπολιτικό ταξικό ιστό, που θα βγει στους δρόμους στα μέσα της δεκαετίας του ’60 (με αποκορύφωμα τα Ιουλιανά του 1965). Στη συνέχεια, τις δεκαετίες ‘70 και ‘80 μέσω της αντιπαροχής προστίθενται παράνομοι όροφοι, καταλήψεις καθ’ ύψος, με κρατική ανοχή ως εδαφικός μηχανισμός ενσωμάτωσης των κοινωνικών ανταγωνισμών.
Ταυτόχρονα η κατάληψη αποτελεί συνήθη επιλογή των αγωνιζομένων. Από τις καταλήψεις σε χώρους εργασίας -ιδίως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με τις άγριες απεργίες στα τέλη της δεκαετίας ’70- τις καταλήψεις σε σχολεία και πανεπιστήμια (χαρακτηριστικά τις χρονιές ‘80-‘81, ‘90-‘91, 2006-2007, 2011), τα κατειλημμένα στέκια και κοινωνικά κέντρα, τις καταλήψεις δημόσιων κτιρίων τον Δεκέμβρη του 2008, μέχρι τις πρόσφατες καταλήψεις πλατειών, η μορφή της κατάληψης αποτελεί μια γενικευμένη πρακτική του ανταγωνιστικού κινήματος. Η κατάληψη είναι άρνηση της εργασίας, είναι άρνηση πειθάρχησης, είναι μπλοκάρισμα της κυκλοφορίας της αξίας, είναι μοχλός παραγωγής κρίσεων για τον καπιταλισμό και ως τέτοια οφείλει να παταχθεί. Σήμερα επαναλαμβάνεται η μονιμότητα της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης και οι νέες περιφράξεις προσπαθούν να επιβληθούν. Επομένως, η επίθεση στις πολιτικές καταλήψεις-κοινωνικά κέντρα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικότερης αναδιάρθρωσης και επίθεσης του κεφαλαίου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το χαράτσι της ΔΕΗ, τη φορολόγηση και τακτοποίηση των αυθαιρέτων, τις αυξήσεις των εισιτηρίων των ΜΜΜ, τις αυξήσεις στα ενεργειακά καύσιμα, τα εισιτήρια στα νοσοκομεία, ταυτόχρονα με τις σκούπες στους μετανάστες, την έμφυλη καταπίεση και τις σημερινές πρακτικές ανάπλασης και κυριλοποίησης (gentrification).
Η απάντηση στην κρίση για άλλη μια φορά θα δοθεί με νέες καταλήψεις που θα επανοηματοδοτήσουν το έδαφος, την ψυχή και τα όνειρα όσων θέλουν να γράψουν ιστορία.