Μάρτης 2004. Κάτι συμβαίνει στη γειτονιά της Τούμπας. Από κάπου έρχεται ένας περίεργος θόρυβος. Μοιάζει με ροκάνισμα, σαν κάτι να σπάει τη γραμμικότητα της καθημερινότητας… Από περιέργεια τον ακολουθώ. Στη γωνία Ομήρου και Περδίκα ο θόρυβος είναι πλέον εκκωφαντικός. Φωνές, γέλια, συζητήσεις, ήχοι από σκούπες και πινέλα ξεχύνονται από το εγκαταλειμμένο από τη δεκαετία του ’60 υφαντουργείο της Υφανέτ. Χώρος άμεσα συνδεδεμένος με μνήμες εργατικών αγώνων και παιδικές αναμνήσεις, όπου σαν άλλοι Indiana Jones παίζαμε και εξερευνούσαμε το κτίριο σκοντάφτοντας σε βρώμικες σύριγγες. Ο θόρυβος αρχίζει να αποτυπώνεται στους τοίχους της γειτονιάς. «Να κάνουμε την αυτοοργάνωση λέξη επικίνδυνη. Να ξαναεφεύρουμε την επανάσταση. Αυτό είναι όλο!». Κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ. Αυτή είναι η στιγμή που η αναμέτρηση με τον ίδιο σου τον εαυτό είναι αναπόφευκτη. Που οι φόβοι και οι αμηχανίες ξεπερνιούνται και υποχωρούν μπροστά στις επιθυμίες. Με έννοιες καρφωμένες στο μυαλό όπως: κατάληψη, χώρος αντίστασης, δημιουργία και ελευθερία, αγώνας ενάντια στις καπιταλιστικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Με εργαλεία την αυτοοργάνωση, την αντιιεραρχία και την αλληλεγγύη, άρχισαν τα ντουβάρια να γίνονται συνθήματα και graffiti, σχέσεις, συντροφικότητα, αγώνες, συγκρούσεις, στιγμές.
Να γίνονται εκείνες οι στιγμές που αμφισβητήσαμε την έμφυλη ιεραρχία και την κυρίαρχη σεξουαλικότητα, που συγκρουστήκαμε με τον εθνικό κορμό και κάθε εθνική ενότητα. Οι διαδηλώσεις ενάντια στα εθνικιστικά πογκρόμ και τις εθνικιστικές φιέστες της νομαρχίας, τα σαμποτάζ στις παρελάσεις και η σύγκρουση με τους φασίστες, η αλληλεγγύη στους αγώνες των μεταναστών. Εκείνες οι στιγμές που τα δάκρυα για τους δολοφονημένους μετανάστες έγιναν οργή και ξεχύθηκαν στους δρόμους.
Εκείνα τα βράδια στα καφενεία που συζητήσαμε, μεθύσαμε, τραγουδήσαμε και χορέψαμε έξαλλα στις συναυλίες, που περάσαμε κράνη για οικονομική ενίσχυση, που γράψαμε στο ψυγείο με τις μπύρες «ελεύθερη συνεισφορά», που φάγαμε -πάλι ρύζι- από το ίδιο καζάνι στις συλλογικές κουζίνες, που θέλαμε όλο το ρημάδι το φουρνάρικο και όχι απλά ένα κομμάτι ψωμί, που μετά την πορεία κάναμε βουτιές από ψηλά στο μητροπολιτικό καλοκαίρι της καταστολής των καταλήψεων.
Εκείνες οι στιγμές που η φασίνα του σπιτιού σου φαντάζει διακοπές μπροστά στο καθάρισμα του μεγάλου χώρου της Υφανέτ. Τα χέρια γεμίζουν σκούπες, φτυάρια, εργαλεία, τα ρουθούνια σκόνη και αρχίζουν οι επισκευές και οι κατασκευές. Και μετά τα χέρια πιάνουν τον κουβά με τη γλουτολίνη. Η πόλη γεμίζει αφίσες, αυτοκόλλητα, στένσιλ.
Οι τσάντες γεμίζουν με έντυπα και βιβλία. Factory, Ένας είναι ο εχθρός, Black out, Κουκουλοφόρος, Touba Libre. Τα βιβλία ταξινομούνται στα ράφια της βιβλιοθήκης και κάθε μέρα σκέφτεσαι ότι έχεις πολλά ακόμα να διαβάσεις. Είναι οι στιγμές που σαλπάραμε παρέα με τους Πειρατές της Παραλιακής ενάντια στην κατασκευή της υποθαλάσσιας αρτηρίας. Κάπου εκεί συναντήσαμε και τα Παιδιά του Σωλήνα. Η πράσινη ανάπτυξη είναι μπαλαμούτι, σκεφτήκαμε. Και έπειτα κάναμε μια ΣΤΑΣΗ στο συνεχές τρέξιμο των επισφαλών σχέσεων και συναντηθήκαμε στο Café la rage για να οργανώσουμε την οργή μας απέναντι στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας, στο κράτος και τα αφεντικά. Βρεθήκαμε στο Μωβ Καφενείο αναζητώντας στιγμές ανατροπής της έμφυλης πραγματικότητας. Είναι εκείνες οι στιγμές που απέναντι στην κυρίαρχη ρητορεία και τη λήθη φωνάξαμε πως υπάρχουν ακόμα κάποιες που είναι Μπάσταρδες με Μνήμη.
Εκείνες οι μέρες του Δεκέμβρη που οι σκιές αποκτούν πρόσωπο και τα θέλουν όλα. Ο θυμός έγινε άγρια χαρά, η οργή ικανοποίηση και η ικανοποίηση ελπίδα. Οι τσέπες γέμισαν με ένα πεζοδρόμιο ολόκληρο και ο θόρυβος δυνάμωσε. Ακουγόταν τώρα να έρχεται από το κέντρο της πόλης, να διαχέεται στις γειτονιές, να εισβάλει στους χώρους εργασίας. Και μας παρέσυρε μέσα του. Γίναμε κομμάτι του. Και ύστερα είναι όλα αυτά που ξεπήδησαν μέσα από εκείνες τις μέρες: οι συνελεύσεις γειτονιάς, οι κοινωνικοί αγώνες για τις καθημερινές μας ανάγκες, το ξεπέρασμα της πολιτικής ταυτότητας, το μαγευτικό σπάσιμο των στεγανών, η διάχυση μας στον κοινωνικό ιστό.
Εκείνες οι στιγμές που βρεθήκαμε στις γενικές απεργίες φωνάζοντας «καμιά ειρήνη με τα αφεντικά», στην αυτόνομη πρωτομαγιά θέλοντας «να γίνουμε η κρίση τους», στα μπλοκαρίσματα της ροής των εμπορευμάτων, στα αυτόνομα εργατικά σωματεία, στις απεργιακές κουζίνες, στους αυτόνομους ταξικούς αγώνες, στις συγκρούσεις.
Είναι εκείνες οι μέρες του φεστιβάλ Communismos που συναντηθήκαμε με άλλους συντρόφους και συντρόφισσες, συζητήσαμε, προβληματιστήκαμε, αναλύσαμε, ανταλλάξαμε εμπειρίες αγώνων και δώσαμε ραντεβού στους δρόμους. Οι μέρες που καθίσαμε δίπλα δίπλα στην αίθουσα εκδηλώσεων και παρακολουθήσαμε το φεστιβάλ πολιτικού ντοκιμαντέρ, εκδηλώσεις, συζητήσεις και παρουσιάσεις βιβλίων.
Και ύστερα έρχονται κάποιες άλλες μέρες που δεν είναι τόσο καλές. Που τα τασάκια στις συνελεύσεις ξεχειλίζουν από αποτσίγαρα, που οι ανάσες όλων μας γίνονται αναστεναγμοί και δεν λέει να ξεκολλήσει από το ρημάδι το μυαλό σου ο συγκεκριμένος στίχος «δεν θα ’ρθει η ξεκούραση για τους καταραμένους». Είναι εκείνες οι στιγμές που πρέπει να παρθούν συλλογικά σοβαρές αποφάσεις, που οι σχέσεις μεταξύ μας δοκιμάζονται, που ακόμα και η ίδια μας ύπαρξη διακυβεύεται. Κι όμως η επιθυμία και η ανάγκη να μπλεχτείς στη δίνη των κοινωνικών ανταγωνισμών σε παρασύρει και ξαναμπαίνεις στο παιχνίδι.
Συναντιέσαι με κόσμο έξω από τα τείχη της κατάληψης, κόσμο από τη γειτονιά, κόσμο που συναντάς στην ουρά των νοσοκομείων, στη ΔΕΗ, στις εφορίες, στον ΟΑΕΔ, στις λαϊκές αγορές, στα αμφιθέατρα των σχολών, στις καταλήψεις δημοσίων κτιρίων. Και έρχεται η πιο γοητευτική στιγμή που βλέπεις ότι συναντιούνται και οι ανάγκες μας. Ανάγκες που συλλογικοποιούνται στις συνελεύσεις γειτονιάς, στις κατειλημμένες σχολές, στα βουνά της Χαλκιδικής. Στην κατάληψη της ΔΕΗ και στις επανασυνδέσεις ρεύματος, στις παρεμβάσεις για τα χαράτσια και τις αυξήσεις στα καύσιμα, στο μπλοκάρισμα των εισπρακτικών μηχανισμών στα νοσοκομεία. Εκεί είναι που ξανασυναντιόμαστε μέσα από τη διαδικασία κοινού αγώνα, ενός αγώνα ενάντια στην υποτίμηση της ζωής μας. Εκεί είναι που η λέξη αυτοοργάνωση ξαναβρίσκει την σημασία της και η λέξη αλληλεγγύη μας οπλίζει με θράσος.
Είναι όλες εκείνες οι στιγμές που νιώσαμε ζωντανές, μιλήσαμε με τα μάτια σε κάποια συνέλευση, ερωτευτήκαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε, μεγαλώσαμε…
Γιατί οι καρδιές μας χτυπούν σε όλες αυτές τις στιγμές.
Και θα μείνουν πάντα εδώ να επιτίθενται σε μια αποστειρωμένη πραγματικότητα που μας θέλει πειθήνιους εξαθλιωμένους. Σε κάθε προσπάθεια εμπέδωσης του φόβου, της λήθης και της εξατομίκευσης, θα στέκουμε εκεί συλλογικά υπενθυμίζοντας: « Ω, ευγενικοί μου άνθρωποι, η ζωή είναι σύντομη. Αν ζούμε, ζούμε για να πατήσουμε στα κεφάλια των βασιλιάδων».
* «Μικρή ιστορία για τη διάσωση της μνήμης» ήταν ο τίτλος της πρώτης μπροσούρας που εκδόθηκε το 2004 από το κατειλημμένο έδαφος της Φάμπρικα Υφανέτ.